καμικάζι

καμικάζι
ο
άκλ.
1. Ιάπωνας πιλότος αυτοκτονίας κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο
2. μτφ. οδηγός οχήματος που οδηγεί με υπερβολική ταχύτητα και με τρόπο παράτολμο ή επικίνδυνο για τον εαυτό του και για τους άλλους
3. μτφ. παράτολμος ή επιθετικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. kamikaze < kami «θείος» + kaze «άνεμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμικάζι ή καμικάζε — Ιαπωνική λέξη που σημαίνει θεϊκός άνεμος και δόθηκε στον τυφώνα, ο οποίος το 1281 διασκόρπισε τον στόλο που είχαν στείλει οι Μογγόλοι εναντίον της Ιαπωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η προσωνυμία αυτή χρησιμοποιήθηκε για τους… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”