- καμικάζι
- οάκλ.1. Ιάπωνας πιλότος αυτοκτονίας κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο2. μτφ. οδηγός οχήματος που οδηγεί με υπερβολική ταχύτητα και με τρόπο παράτολμο ή επικίνδυνο για τον εαυτό του και για τους άλλους3. μτφ. παράτολμος ή επιθετικός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. kamikaze < kami «θείος» + kaze «άνεμος»].
Dictionary of Greek. 2013.